φτεροκόπημα

φτεροκόπημα
το, -ατος
1. το χτύπημα του αέρα με τα φτερά.
2. ο θόρυβος που παράγεται με το φτεροκόπημα: Και οι λυγμοί του αντηχούσαν μέσα στον αχυρώνα, σαν φτεροκόπημα νυχτερίδας (Α. Καρκαβίτσας).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φτεροκόπημα — το, Ν [φτεροκοπώ] 1. η ενέργεια τού φτεροκοπώ 2. συνεκδ. ο θόρυβος που παράγεται κατά το φτεροκόπημα …   Dictionary of Greek

  • πτέρυξις — ύξεως, ἡ, Μ [πτερύσσομαι] γρήγορη κίνηση και χτύπημα τών φτερών, φτεροκόπημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”